- ἐκκρέμαμαι
- ἐκκρεμάννυμιhang frompres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκκρέμαμαι — ἐκκρέμαμαι (Α) 1. είμαι κρεμασμένος 2. εξαρτώμαι από κάτι … Dictionary of Greek